κατσαρίδα

κατσαρίδα
Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις βοηθούν να τρέχουν και φτερά αρκετά ανεπτυγμένα σε ορισμένα είδη, υποτυπώδη ή τελείως ανύπαρκτα σε άλλα· τα μπροστινά φτερά είναι χιτινώδη και μεταμορφωμένα σε έλυτρα, λιγότερο σκληρά από τα έλυτρα των κολεοπτέρων. Τα έντομα αυτά παρουσιάζουν ατελή μεταμόρφωση και τα θηλυκά τους αποθέτουν τα αβγά μέσα σε μια χιτινώδη ωοθήκη. Οι κ. τρέφονται με οργανικές ουσίες και ζουν στις κατοικίες των ανθρώπων και στις αποθήκες, όπου συχνά καταστρέφουν με τα περιττώματά τους τα διάφορα τρόφιμα. Πολύ διαδεδομένο είδος, ειδικότερα στην Ευρασία, είναι η βλάττη η ανατολική (Blatta orientalis), μήκους περίπου 2,5 εκ., μαύρη, με πλακωτό σώμα κ., η οποία δεν μπορεί να πετάξει, επειδή το θηλυκό έχει πολύ κοντά έλυτρα και το αρσενικό ανεπαρκή, πρακτικά, φτερά. Την ημέρα το έντομο αυτό μένει κρυμμένο μέσα σε ρωγμές τοίχων και σε σκοτεινούς χώρους και μόνο τη νύχτα βγαίνει για τροφή σε κουζίνες, αποθήκες και γενικά σε χώρους όπου φυλάσσονται τρόφιμα. Λίγο πιο μεγάλη από αυτή την κ. είναι η βλάττη ηαμερικανική (Periplaneta americana), καστανοκόκκινου χρώματος, με φτερά και έλυτρα αρκετά ανεπτυγμένα και στα δύο φύλα. Είναι και αυτή περιπλανώμενη –όπως και η προηγούμενη– και ζει κυρίως σε αποθήκες τροφίμων των καραβιών. Η κ. Blattela germanica, μήκους 13 χιλιοστών, έχει μάλλον λεπτό σώμα, στο χρώμα του αχύρου, ενώ το σώμα και του αρσενικού και του θηλυκού είναι εφοδιασμένο με φτερά. Η κ. αυτού του είδους αναζητά επίσης την τροφή της κατά τη διάρκεια της νύχτας. Σε μερικά μέρη, με την ονομασία κ. ή βλάττη χαρακτηρίζονται και ορισμένα κολεόπτερα (τα περισσότερα της οικογένειας των τενεβριονιδών) μαύρου χρώματος, που ζουν σε σπίτια, μύλους, αποθήκες και άλλους χώρους, καταστρέφοντας –όπως και οι κ.– τα διάφορα τρόφιμα. Οι κ. είναι από τα αρχαιότερα είδη εντόμων που ζουν έως σήμερα και θεωρούνται ιδιαίτερα ανθεκτικές και προσαρμόσιμες σε κάθε είδους περιβαλλοντικές αλλαγές. Θηλυκή κατσαρίδα του είδους Blatta orientalis· στο άκρο του υπογαστρίου φαίνεται η ωοθήκη, η οποία, έως ότου εκκολαφθούν τα αβγά, παραμένει σκεπασμένη. Πάνω, αρσενική (αριστερά) και θηλυκή κατσαρίδα, που ξεχωρίζουν από τη μεγάλη διαφορά στην ανάπτυξη των πτερύγων? κάτω, τομή αρσενικού, του οποίου τα διάφορα συστήματα είναι χρωματισμένα με διαφορετικά χρώματα? με ώχρα, τα όργανα του πεπτικού συστήματος? με μαύρο, το νευρικό σύστημα, που αποτελείται από τον εγκέφαλο και τη μακριά άλυσο των γαγγλίων του θώρακα και της κοιλιάς? με πράσινο, τα όργανα αναπαραγωγής? με κόκκινο, η καρδιά και, στο μπροστινό τμήμα, η αορτή? με γαλάζιο, οι ραχιαίοι και οι κοιλιακοί μύες.
* * *
η
κοινή ονομασία τού εντόμου βλάττα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κανθαρίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατσαρίδα — η το έντομο «βλάττη»: Να πάρουμε φάρμακο για τις κατσαρίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλάττα — η (AM βλάττα, Α και βλάττη) νεοελλ. 1. γένος δικτυόπτερων Εντόμων, γνωστό ως μεγάλη ή μαύρη κατσαρίδα 2. η ευλογιά 3. η ουλή που αφήνει η ευλογιά 4. βαρύ και θανατηφόρο νόσημα αρχ. η πορφύρα και η βαφή της. [ΕΤΥΜΟΛ. Από μτγν. δάνεια λ. άγνωστης… …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • βλάττη — Γένος κατσαρίδων. Τα σπουδαιότερα είδη του είναι η β. η αμερικανική,κατσαρίδα κυρίως των πλοίων, και η β. ηανατολική,κατσαρίδα των σπιτιών …   Dictionary of Greek

  • βλαττούδα — και βλαττούδα, η και βλαττούδι, το [βλάττα] η κατσαρίδα …   Dictionary of Greek

  • κανθαρίδα — (Lytta vescicatoria). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των μηλοϊδών. Ζει σε πολυάριθμες ομάδες, κατοικώντας κυρίως σε μελιές, κουφοξυλιές και άλλα φυτά, τρεφόμενο από το φύλλωμά τους. Το σώμα του είναι επίμηκες (γύρω στα 20 χιλιοστά) και… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • τσιτακισμός — ο η μεταβολή συμφώνου (του τ, σ, νθ, σκ, κτ, σθ, στ, σσ, ψ, ξ και κυρίως του κ) σε τσ μπροστά από τα φωνήεντα ι και ε, π.χ. στις λέξεις: Κόσσυφος κότσυφας, ατάσθαλος άτσαλος, κανθαρίδα κατσαρίδα, κύριος τσύριος, και τσαι κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”